- χιακόν
- τὸ, Α [Χίος]1. είδος στυπτικού2. στον πληθ. τὰ χιακάείδος κολλυρίου για τα μάτια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Peter Derow — Peter Sidney Derow (11 April 1944, Newport, Rhode Island – 9 December 2006, Oxford, England), MA, PhD was Hody Fellow and Tutor in Ancient History at Wadham College, Oxford and University Lecturer in Ancient History from 1977 to 2006. As a… … Wikipedia
Хиосская резня — Проверить нейтральность. На странице обсуждения должны быть подробности … Википедия
Βλαχογιάννης, Γιάννης — (Ναύπακτος 1867 – Αθήνα 1945).Ιστοριοδίφης και λογοτέχνης. Από την κοινή ονομασία της γενέτειράς του (Έπαχτος), υιοθέτησε το φιλολογικό ψευδώνυμο Γιάννης Eπαχτίτης. Η μητέρα του είχε σουλιώτικη καταγωγή· η προμάμμη του, Λαμπρογκιώναινα, ανήκε σε… … Dictionary of Greek